Ο Αη Γιώργης
η εκκλησία του χωριού είναι βυζαντινού ρυθμού βασιλικής, με πετρόκτιστη σκεπή και χαγιάτι, θεμελιώμενη το έτος 1787
Κείμενο: Δημήτριος Βαενάς (Λαογράφος - 1959)
Το Κεραμίδι αν και μεγάλο χωριό έχει ωστόσο μία μονάχα εκκλησιά, αφιερωμένη στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου. Η μοναδική αυτή του χωριού εκκλησία χτισμένη καταμεσής, σε θέση περίβλεπτη, έχει θέα αληθινά πανοραμική που σπάνια θα τη βρείτε σε άλλο χωριό. Πίσω από το ιερό της ανοίγεται μία όμορφη και αρκετά ευρύχωρη πλατεία, ξέχωρη από το μεγάλο προαύλιο της, που έτσι που έχει σχεδιαστεί και διαμορφωθεί μοιάζει σαν ένας τεράστιος εξώστης του χωριού πάνω από τη γαλανή αλλά πάντα ταραγμένη θάλασσα του Αιγαίου.
Από την ωραία και κάπως ιδιόρρυθμη αυτή η πλατεία του Αγίου Γεωργίου, κοιτάζοντας προς την ανατολή, διακρίνετε καθαρά τις αμμώδεις ακτές της Χαλκιδικής (απόσταση 25 περίπου μίλια), τη νύχτα δε και με τον περιώνυμο περιστροφικό φάρο του Ποσειδίου, βόρειο-ανατολικά την Επανωμή και το κόλπο της Σαλονίκης και νότιο-ανατολικά το μεγάλο μπουγάζι με τα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο και Αλόννησο που έτσι που φαντάζουν από μακριά, μοιάζουν σαν θαλάσσια τέρατα προϊστορικά, ξαπλωμένα ασάλευτα πάνω στη φουρτουνιασμένη τις πιότερες φορές επιφάνεια του πελάγους.
Τον υπέροχο αυτόν διάκοσμο της μεγάλης οπτικής γραμμής που εκτείνεται από τον κόλπο της Σαλονίκης ίσαμε το μπουγάζι κάτω με τα θαλασσοδαρμένα νησιά της νοτιοανατολικής πλευράς του Αιγαίου (Σποράδες Νήσοι) και που αποτελεί το ευρύ πλαίσιο της όλης γοητευτικής εικόνας που αντικρίζετε από την πλατεία αυτή, συμπληρώνει η μεγαλειώδης και ασύλληπτης μεγαλοπρέπειας θέα του ιστορικού Άθωνος (του Αγίου Όρους) που προβάλλει περήφανα και με όλο το θείο του μεγαλείο, στο μέσο της γραμμής, μέσα από το βάθος του απέραντου αυτού ανατολικά του χωριού ορίζοντος. Ο επιβλητικός όγκος του με τη μεγαλοπρεπή κωνοειδή μορφή του, που θαρρείτε πως εγγίζει τον ουρανό, ορατός πρωί-βράδυ όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, προκαλεί την ευλαβή έκσταση που το μεταφέρει νοερά μέσα στην άγια ζωή του, στην ιερή ατμόσφαιρά του, στη σκήτες, στα κελιά και στα σκηνώματα των αγίων του, μέσα στους ιερούς ναούς των ιστορικών Μονών του, που ακατάπαυστα υμνείται και δοξολογείται ο Κύριος του σύμπαντος, Αρχιτέκτων και Δημιουργός, ο αιώνιος Θεός.
Ναι, στη θέση αυτή, τη θεόπρεπη και αγναντερή, διάλεξε ο Άγιος του χωριού για να χτίσει το Ναό του!
Το ιστορικό αναφέρει πως η περιώνυμη αυτή εκκλησία, χτίστηκε το έτος 1787, συμπληρώθηκε δε ο εσωτερικός διάκοσμός της το έτος 1809 και ανακαινίσθηκε το 1910.
Παλαιότερα, στα χρόνια εκείνα που λιγοστοί κάτοικοι του χωριού, σκόρπιοι ακόμα εδώ και εκεί, με τις καλύβες και τα κρυσφήγετά τους, μέσα στη δασώδη περιοχή του, δεν είχαν οργανώσει καλά, καλά ακόμα την κοινοτική και κοινωνική ζωή τους, υπήρχε μία άλλη και σε άλλη θέση εκκλησούλα μοναστηριακή (μετόχι της Μονής Φλαμπουρίου), αφιερωμένη και αυτή στον ίδιο άγιο, τον Άγιο Γεώργιο τον θαυματουργό.
Μα όταν με χρόνια πολλά άρχισε σιγά, σιγά να μεγαλώνει το χωριό και με την αδιάκοπη εισροή φυγάδων από τα διάφορα της επαναστατικής κινήσεως επίκεντρα, των Αγράφων, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας, όλο και να πυκνώνεται ο πληθυσμός του, δημιουργήθηκε, όπως ήταν φυσικό, η ανάγκη, ανάγκη επιτακτική, ανεγέρσεως μεγάλης κεντρικής εκκλησίας, ανάλογης σε χώρο με τις διαστάσεις που πήρε και που θα έπαιρνε μελλοντικά το χωριό και με τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων του. Πάνω όμως, στο ζήτημα αυτό, διχάστηκαν οι γνώμες των χωρικών του και για την τοποθεσία που θα έπρεπε να χτιστεί η καινούργια του χωριού εκκλησία και για τον Άγιο που θα έπρεπε να προτιμηθεί.
Στην άκακη αυτή έριδα των ευσεβών χωρικών, για την τοποθεσία της καινούργιας εκκλησίας και για τον άγιο που θα έπρεπε αυτή να αφιερωθεί, επενέβη ενεργά ο Αη Γιώργης, για να δώσει τη λύση που επιθυμούσε, εμφανίζοντας την εικόνα του επίμονα, στη θέση που προτιμούσε, εκεί που σήμερα υψώνεται ο περικαλλής ναός του!
Λένε μάλιστα πως είχε αποφασιστεί σε άλλη τοποθεσία να χτιστεί η καινούργια εκκλησία. Μα ξαφνικά ένα πρωί, η άγια εικόνα του, από την εκκλησούλα την παλιά που ήταν καρφωμένη, βρέθηκε στη θέση της προτιμήσεως του!
Έκπληκτοι και φοβισμένοι από τη φανέρωση αυτή, οι επίτροποι και οι παπάδες του χωριού, χτύπησαν την καμπάνα για να μαζευτούν οι χωρικοί και σταυροκοπούμενοι πήγαν μεγάλη πομπή την εικόνα στην εκκλησούλα την παλιά, ψάλλοντας το τροπάρι το Αγίου. Μα, να, της άλλης μέρας το πρωί, η άγια εικόνα του βρέθηκε στην ίδια ξανά θέση!
Ύστερα και από το θαύμα αυτό, οι επίτροποι και οι λοιποί κάτοικοι του χωριού, κατάλαβαν τι νόημα είχε η επέμβαση του αγίου κι υποτάχτηκαν όλοι στο άγιο θέλημά του, χτίσαντες τον περιφανή ναό του, τον οίκο της λατρείας των, στο τόπο της εκλογής του. Από τότε, η γιορτή του Αγίου Γεωργίου, όποια μέρα κι αν πέσει, γιορτάζεται πάντα σαν δεύτερη Πασχαλιά, με λαμπάδες και με κόκκινα αυγά.
Γιορτάσι μεγάλο και πανηγύρι από τα λιγοστά που γίνονται στα χωριά με τελετές, φαγοπότια, χορούς, γλέντια και διασκεδάσεις, ολόγυρα στο ναό. Αυτή τη μέρα, οι ντόπιοι Κεραμιδιώτες όπου και αν βρίσκονται -οι πιότεροι από αυτούς πάντα βρίσκονται σε μακρινές δουλειές έξω από το χωριό- με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο, θα φροντίσουν να γυρίσουν στα σπίτια τους και στις φαμίλιες τους, για να γιορτάσουν και να τιμήσουν όλοι μαζί την μνήμη του μεγάλου Αγίου πολιούχου του χωριού, προστάτου και θαυματουργού. Στη θρησκευτική αντίληψη του κάθε Κεραμιδιώτη, ο Αη Γιώργης ο μεγαλομάρτυρας και τροπαιοφόρος, δεν είναι μονάχα ο προστάτης του χωριού γενικά, μα και του καθενός χωριστά και υπερασπιστής των αδυνάτων και των αδικουμένων. Τιμωρός δε αμείλιχτος της κάθε αδικίας και της κάθε βαριάς παρανομίας. Είναι των αιχμαλώτων ελευθερωτής, των φτωχών ο υπερασπιστής και τον ασθενούντων ο καλός γιατρός, όπως λέει και το τροπάρι του. Για αυτό όλοι, μικροί τρανοί, πλούσιοι και φτωχοί, στον άγιο αυτόν είναι ταμένοι. Κι αληθινά, δεν είναι άνθρωπος στο χωριό, που να μην πάει το τάμα του και το αφιέρωμά του και που να μην ανάψει αυτή τη μέρα μπροστά στην εικόνα του, που η ευσέβεια των πιστών έχει ασημώσει, τη λαμπάδα του και το κερί του.
Στις δουλειές τους και στις καθημερινές ασχολίες τους και στις υποθέσεις τους γενικά, οι Κεραμιδιώτες αυτόν έχουν προστάτη τους και οδηγό και αυτόν πάντα επικαλούνται.
Στις βαριές αρρώστιες και στους κινδύνους τους, στις δυσκολίες της ζωής και στα περιστατικά τους, στις θλίψεις τους και στα ατυχήματά τους σε αυτόν όλοι θα καταφύγουν. Αυτόν έχουν συναντιλήπτορα και προστάτη τους και παρηγορητή τους και σε αυτόν θα κάνουν το τάμα.
«Θεέ μου, Παναγιά μου κι αφέντη μ’ Αη Γιώργη κάνε το θάμα σου» τους ακούτε να λένε κάνοντας το σταυρό τους και το θαύμα πάντα γίνεται!
Και δεν είναι μονάχα αυτοί που ζούνε στο χωριό, που ‘χουν το συναίσθημα της λατρείας τόσο έντονο και τόσο δυνατό προς τον ωραίο αυτόν άγιο καβαλάρη, μα και εκείνοι που ζούνε έξω από αυτό και οι ξενιτεμένοι, σε αυτόν τον άγιο είναι ταμένοι. Όσοι μες στην καρδιά τους διατηρούν ακίνητο τον πόθο της επιστροφής, αυτόν επικαλούνται. Σε αυτόν κάνουν την καθημερινή τους προσευχή και αυτόν παρακαλούνε, να τους βοηθήσει να κάνουν προκοπή και να καζαντήσουν και να τους αξιώσει ύστερα να γυρίσουν στο χωριό με το καλό, ανάμεσα στους δικούς τους.
Λένε, πως πολλές φορές ο άγιος έκανε νύχτα την εμφάνισή του και πως άνθρωποι καθαροί στη σκέψη και στην ψυχή και θεοφοβούμενοι, είδαν με τα μάτια τους, τη σκιά του να κάνει βόλτες, γύρω στην εκκλησιά, καβάλα στο άλογό του. Λένε επίσης, πως εκείνα τα χρόνια, οι γείτονες του ναού, πολλές φορές ακούσαν μες στην πλακόστρωτη αυλή της εκκλησιάς, τ’ αλόγου του το ποδοβολητό.
Μα όπως κι αν έχει το πράγμα, στους κατοίκους γενικά του χωριού έχει βαθιά ριζωθεί η πίστη αυτή, πως ο Αη Γιώργης φυλάει πάντα και προστατεύει το χωριό, από κάθε κίνδυνο και από κάθε κακό.
Και είναι αλήθεια, πως το χωριό αυτό, από τότε που ιδρύθηκε ίσαμε τα τώρα, πολλές φορές ξέφυγε τον κίνδυνο της καταστροφής, της ερήμωσης και της διαρπαγής και πολλές φορές σώθηκε από μαχαίρι και φωτιά, τόσο στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς ανάμεσα στις τόσες, όσο και στα χρόνια της γερμανο-ιταλικής κατοχής με τον εθνικό της αντίστασης του αγώνα.
Μονάχα το χωριό αυτό, από τα τόσα γύρω του άλλα χωριά, στάθηκε όρθιο και απείραχτο, χάρη στη θαυματουργή επέμβαση του Αγίου.
Η τελευταία ιστορία του λέει, πως η Γερμανοί για να εκδικηθούνε που στάθηκε προπύργιο στον εθνικό αγώνα και αδούλωτο ίσαμε το τέλος, σε μια συνδυασμένη επίθεση που του ‘καναν με καράβια και αεροπλάνα στις 20 Ιουλίου του 1944 του έριξαν 1.500 κανονιές και μπόμπες, μα καμιά από αυτές δεν το ‘κανε ζημιά. Γιατί όσες σείσανε από αυτές, πέσαν έξω από το χωριό. Να το μεγάλο θάμα!
Μια παλιά παράδοση που μοιάζει σαν θρύλος, αναφέρει πως σε μια μεγάλη επιδρομή Τουρκαλβανών ατάκτων στο χωριό ο Αη Γιώργης φανερώθηκε καβάλα στο άλογό του κυνηγώντας τους πέρα από τα σύνορά του. Γύρα εκεί έκανε την εμφάνισή του, το άλογό του τρέχοντας, άφησε δε πάνω σε μια μεγάλη ασπρόπλακα γυαλιστερή τα αποτύπωματά του. Από τότε, στη θέση αυτή, με την πλάκα να φέρει απάνω της βαθιά χαραγμένη την πατήσια τ’ αλόγου, την «Αλογοπατησιά» και να σώζεται η πλάκα αυτή ακόμα και σήμερα.
Μα ας γυρίσουμε τώρα να δούμε λίγο τη γιορτή και το πανηγύρι. Από την παραμονή σταματάει ολότελα κάθε δουλειά στο χωριό! Οι τράτες και τα ψαροκάικα και τα άλλα ταξιδιάρικα καραβάκια του, θα ξεμπαρκάρουνε πρωί. Οι γυαλισινοί ψαράδες και οι βαλτίσιοι θα απλώσουνε τα γρύπια και τα δίχτυα τους και νωρίς, νωρίς, θα ετοιμαστούν να ανηφορήσουν. Οι άλλοι που είναι σκόρπιοι στις δουλειές τους έξω από το χωριό, στα χτήματά τους -στ’ αμπέλια, στα χωράφια και στο βουνό- τσοπάνηδες, ζευγάδες, κυρατζήδες (αγωγιάτες), ξυλοκόποι και καμινατζήδες, θα κανονίσουν και αυτοί στα σπίτια τους νωρίς να συμμαζευτούνε, να αλλάξουν, να πλυθούν, να ξυρισθούν και να συγυριστούν και έτσι αλλαγμένοι, καθαροί κι ευπρεπισμένοι, να πάνε να προσκυνήσουν τον άγιο με τις φαμίλιες τους στην εκκλησιά και να πανηγυρίσουν. Έτσι, από νωρίς γεμίζει σιγά, σιγά από κόσμο και μορφαίνει το χωριό παίρνοντας την επίσημη γιορτάσιμη και πανηγυρική του όψη…
Οι φωκαλημένοι (σκουπισμένοι) καλντεριμωμένοι δρόμοι του, οι πλακοστρωμένες κατακάθαρες των σπιτιών του ρούγες και οι πλατανοσκέπη κεντρική του πλατεία με τα ασβεστωμένα γύρα της πεζούλια και τα περιποιημένα ολόγυρά της μοντέρνα μαγαζιά, παίρνουν ζωή, παλμό και χρώμα από τον κόσμο που πηγαινοέρχεται και ανεβοκατεβαίνει. Η μεγάλη σημαία του Αγίου Γεωργίου με τη χρυσοκέντητη εικόνα του στη μέση, απλωμένη πάνω στο μεγάλο κοντάρι, στηλωμένο στην αυλόπορτα του ναού, κατάμπροστα στην πλατεία, δίνει και αυτή επισημότητα πολύ και τόνο πανηγυρικό, στη μεγάλη του χωριού γιορτή.
Πιο πολύ ενδιαφέρον προκαλεί η κίνηση της παραμονής γύρω στο ναό, μέσα στο μεγάλο προαύλιό του, στη δεντροφυτεμένη του αγίου πλακόστρωτη αυλή. Μέσα εκεί, και από την μπροστινή μεριά που βλέπει προς την αγορά, στα μπροστινά του ναού χαγιάτια (νάρθηκας), χειρόμυλοι αραδιασμένοι από το πρωί αδιάκοπα δουλεύουν. Γυναίκες, νιές κι ηλικιωμένες, από κείνες που πρόθυμα πάντα αγγαρεύονται σε τέτοιες άγιες του χωριού δουλειές, καθισμένες πάνω σε κιλίμια και σε κατακάθαρα σεντόνια τους, συγυρίζουν και κουβεντολογούν ή ψιλοτραγουδούν αλέθοντας το μπλιγούρι, το καθιερωμένο φαΐ του αγίου. Απ’ την άλλη πάλι μεριά, την νότια του ναού πλευρά, άντρες πολλοί από το πρωί στη δουλειά είναι καταπιασμένοι -είναι τα συνεργεία των εθελοντών στην υπηρεσία του αγίου! Εδώ άλλοι σφάζουν και γδέρνουν τα κριάρια και τα τραγιά και άλλοι τα κομματιάζουν. Άλλοι κουβαλούνε ξύλα για τη φωτιά και άλλοι νερό για τα καζάνια, άλλοι κάνουν τον μάγειρα και άλλοι το βοηθό, καθαρίζοντας κρεμμύδια και συνδαυλίζοντας τη φωτιά, όλοι δουλεύουν πρόθυμα και με ενθουσιασμό για το φαΐ του αγίου, το κοινό τραπέζι της χαράς του χωριού, το τραπέζι της αγάπης!
Το απόγιομα αρχίζει η κίνηση και μέσα στο ναό, με το προσκύνημα της εικόνας. Ακολουθεί η ακολουθία του μεγάλου εσπερινού με αρτοκλασία και η περιφορά κατόπιν της εικόνας γύρω στην εκκλησιά.
Μα ας αφήσουμε τώρα για άλλη φορά τις λεπτομέρειες της τελετής και του πανηγυρισμού της γιορτής του αγίου, σύμφωνα με τα κρατούντα έθιμα του χωριού, και ας τελειώσουμε με το πρόσφατο κατά τις αφηγήσεις των πιστών θάμα.
Λένε πως όταν στις 3 του Μάρτη 1948 διατάχθηκε από τις στρατιωτικές αρχές η εκκένωση του χωριού και μεταφορά των κατοίκων του με τα πλοία στον Βόλο και από εκεί στην Πορταριά, οι άνθρωποι φεύγοντας προς τον γιαλό για να μπαρκάρουν στα οπλιταγωγά του στόλου που τους περίμεναν στην παραλία του χωριού αραγμένα, μες στη σύγχυση, στη βία τους και στην παραζάλη τους, ξεχάσανε να πάρουν μαζί τους τις άγιες εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του Αη Γιωργιού, όπως έκαναν και οι παππούδες τους σε κάτι τέτοιες ανάλογες περιστάσεις διογμών και επιδρομών ατάκων Τουρκαλβανών στους χρόνους της δουλείας, κάθε φορά που οι ραγιάδες σήκωναν ανταρσία. Δεν πρόφτασαν όμως, να βγουν έξω απ’ το χωριό, λίγο πιο κάτω απ’ το Σταυρό και να το θάμα! Οι καμπάνες της εκκλησιάς άρχισαν μονάχες τους να χτυπούνε!
Χτυπούσαν έντονα, επίμονα, προστακτικά! Σαν άκουσαν τις καμπάνες να χτυπούν οι χωρικοί, σταμάτησαν δακρυσμένοι τη θλιβερή προς το γυαλό πορεία τους και σταυροκοπούμενοι γύρισαν ξανά στο χωριό για το ιερό τους χρέος προς τον Άγιο και τον Χριστό που είχαν παραμελήσει. Έτσι μαζεμένοι πάλι όλοι μες στο ναό, έψαλαν κατανυκτικά τη δέηση στον άγιο και τον παρακλητικό κανόνα της Θεοτόκου και τελειώνοντας την πένθυμη αυτή ιερή τελετή, ξεκίνησαν πάλι για το γιαλό, με τις άγιες εικόνες τώρα μαζί τους, για να τις έχουν παρηγοριά και φυλαχτό στη μαύρη και μελαγχολική τους εξορία.
Πέρασαν 15 μήνες σχεδόν στην φιλόξενη Πορταριά, τρώγοντας εκεί πάνω το πικρό ψωμί της προσφυγιάς, με τις άγιες εικόνες τους και τον παπά για μόνη ελπίδα τους και παρηγοριά.
Από εκεί αγναντεύοντας κάθε πρωί κάτω τον Βόλο και τον Παγασητικό με νοσταλγία λαχταρούσαν το δικό του όμορφο χωριό, που τρυφερά χαϊδεύει ο μπάτης του πελάγους και τα ακρογιάλια του τα μαγευτικά που παιχνιδιάρικα ολόγυρά των λικνίζονται και χοροπηδούν, πότε χαρούμενα και πότε αγριεμένα, τα κύματα του Αιγαίου!
Με νοσταλγία αναπολούσαν από εκεί την πλατεία του Αγίου τους, την αγναντερή, που βλέπει πρωί-βράδυ, όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, την αντικρινή Κασσάνδρα και την Επανωμή, πιο κάτω το μπουγάζι με τα νησιά, στη μέση τ’ Άγιο Όρος και κάθε ασυννέφιαστο πρωί τον ήλιο πηδώντας από το γιαλό, ν’ ασιμώνει το πέλαγο και το χωριό!
Μα όλοι τους πίστευαν βαθειά, πίστευαν πως ο Αη Γιώργης, φύλακας και προστάτης του χωριού, θα έκανε και πάλι το θάμα του!
Πίστευαν πως θα ερχόταν γρήγορα η ευλογημένη ώρα και η μεγάλη στιγμή, το πλήρωμα του χρόνου, να ξαναπάνε στο χωριό, στα ρημαγμένα σπίτια τους και στα άγια χώματα τους, να ξανανάψουν στις εικόνες τις λαμπάδες και τα κεριά και τους πολυελαίους, τα σβησμένα καντηλάκια στην εκκλησιά και στα ερημοκκλήσια, να σφάξουν πάλι κριάρια και τραγιά, να σφάξουνε μοσχάρια, να στρώσουν πάλι γύρω στο ναό τα τραπεζομάντηλά τους, να ξαναφάνε τ’ Αγίου το φαΐ στο κοινό της χαράς τραπέζι κι ύστερα να στήσουν στο παζάρι το χορό και να πανηγυρίσουν!
Πίστευαν στο θάμα και το θάμα έγινε!
Στις 8 του Αλωνάρη (Ιουλίου) 1949 με τα οπλιταγωγά, γύρισαν πάλι στο χωριό, με τις άγιες εικόνες μπροστά και την σημαία με το σταυρό και χτύπησαν οι καμπάνες, στήσανε ύστερα στην αυλή του αγίου το χορό και πανηγύρισαν! Να το θάμα που περίμεναν, το θάμα που προσδοκούσαν!…











Σημείωση: από το 1959 ο Ιερός Ναός Αγ.Γεωργίου Κεραμιδίου έχει ανακαινισθεί κι άλλες φορές, με τις εργασίες συντήρησης και ανακαίνισης του εσωτερικού δαπέδου, των χαγιατιών και των αρμολογημάτων τοιχοποιίας να γίνονται το 2009.